Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Γιώργος Χατζηνίκος (Βόλος, 3 Μαΐου 1923 – Αθήνα, 29 Νοεμβρίου 2015)

Ο Γιώργος Χατζηνίκος ήταν διακεκριμένος Έλληνας πιανίστας, διευθυντής ορχήστρας και χορωδίας, μουσικοπαιδαγωγός και συγγραφέας (από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως «φιλόσοφος της μουσικής») με διεθνή καριέρα που κάλυψε περισσότερα από 70 χρόνια. Είχε τύχει ιδιαίτερης αναγνώρισης από κορυφαίες μουσικές αυθεντίες όπως ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Edwin Fischer, ο Carl Orff, ο Jean Françaix, ο Heinrich Neuhaus, ο John Barbirolli, ο Hans Heinz Stuckenschmidt και πολλοί άλλοι. Μεταξύ των δασκάλων του και των αυθεντιών που τον επηρέασαν ήταν οι Edwin Fischer, Johann Nepomuk David, Carl Orff, Alice Pashkus, Eduard Erdmann, George Chavchavadze, και με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο ο Heinrich Neuhaus. Από το 1961 ήταν κάτοικος Ηνωμένου Βασιλείου και στη συνέχεια Βρετανός πολίτης. Από το 1990 μέχρι το θάνατό του μοιραζόταν το χρόνο του μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας.

Πήρε τα πρώτα του μαθήματα μουσικής (κάτι ασυνήθιστο εκείνη την εποχή για ένα αγόρι) στον Βόλο, τα οποία συνέχισε –όταν το 1934 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα– στο Ωδείο Αθηνών, αποφοιτώντας το 1943 με δίπλωμα πιάνου και πτυχία αρμονίας και αντίστιξης. Έχοντας εισαχθεί τον Σεπτέμβριο του 1940 ως 5ος μεταξύ 2.500 υποψηφίων στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, περίμενε με ανυπομονησία τις πρώτες διαλέξεις στις 5 Νοεμβρίου, οι οποίες όμως δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, καθώς το Πανεπιστήμιο έπρεπε να κλείσει στις 28 Οκτωβρίου λόγω της διαβόητης κήρυξης του πολέμου από τον Μουσολίνι. Αντί, όμως, της αναμενόμενης θριαμβευτικής εισόδου τους στην Ελλάδα, τα ιταλικά στρατεύματα απωθήθηκαν πίσω στην Αλβανία με αποτέλεσμα στις 6 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί να επιτεθούν στην Ελλάδα από το βουλγαρικό μέτωπο, αλλά ακόμα και τότε χρειάστηκαν περισσότερο από ένα μήνα για να ολοκληρώσουν την κατάληψη της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Μέσα σε αυτό το κλίμα της μαύρης αγοράς και της γενικότερης ανομίας άρχισε να αντιλαμβάνεται διάφορα είδη υπέρτερων αιώνιων νόμων στον κόσμο της μουσικής και έτσι αισθάνθηκε τελικά την ανάγκη να αφοσιωθεί στη μουσική.

Μετά τον πόλεμο, συνέχισε τις σπουδές του στο Mozarteum του Σάλτσμπουργκ, απ’ όπου αποφοίτησε με διπλώματα διεύθυνσης και πιάνου, το 1948 και το 1949 αντίστοιχα, ενώ του απονεμήθηκε το μετάλλιο Lily Lehmann του Διεθνούς Ιδρύματος Mozarteum. Εκεί γνώρισε, μεταξύ άλλων, τον Johann Nepomuk David, ο οποίος του άνοιξε ευρύτερους χορωδιακούς ορίζοντες στον Bach και τον Palestrina. Το 1950 παρακολούθησε ένα σεμινάριο σύνθεσης του Paul Hindemith. Είχε επίσης την ευκαιρία να του παίξει τη Σονάτα για πιάνο αρ. 3 με τον συνθέτη να σχολιάζει: «Την έχω ακούσει πολλές φορές από Αμερικανούς και Γερμανούς πιανίστες, αλλά για πρώτη φορά τώρα άκουσα τη δομή της Φούγκας». Ο Χατζηνίκος είχε δώσει λίγο νωρίτερα τη δεύτερη ευρωπαϊκή εκτέλεση της αναθεωρημένης εκδοχής του υπέροχου κύκλου τραγουδιών Das Marienleben του Hindemith. Η εξαιρετική επιτυχία της ώθησε κάποιους να σχολιάσουν ότι αυτό οφειλόταν σε «έναν τεχνητό εξωραϊσμό με μεσογειακά χρώματα τύπου Ravel» χωρίς να αποτυπώνεται το ύφος του Hindemith. Όταν το είπε αυτό στον συνθέτη, ο κατά τα άλλα εξαιρετικά αυστηρός Hindemith, χαμογελώντας απαλά είπε με συγκινητική σεμνότητα: «Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το Hindemith-style, τότε αυτό ακριβώς είναι που μόλις άκουσα».

Άρχισε να δίνει δημόσια ρεσιτάλ και να συμπράττει με ορχήστρες παίζοντας τα δύο Κοντσέρτα του Liszt και του Brahms, του Schumann, του Khachaturian, το 4ο και το 5ο του Beethoven, το 2ο του Rachmaninoff και τη Ραψωδία σε ένα θέμα του Paganini, μεταξύ άλλων. Κατ’ εξαίρεση, καθώς δεν ήταν ούτε Γερμανός ούτε Αμερικανός, προσκλήθηκε να δώσει πολυάριθμα ρεσιτάλ σε όλη τη Δυτική Γερμανία για λογαριασμό του Αμερικανικού Κέντρου Πληροφόρησης παρουσιάζοντας μεταξύ άλλων την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της Σονάτας για πιάνο του Copland και του Barber με τέτοιο τρόπο που κυριολεκτικά ανέβασε το πολιτιστικό κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γερμανία.

Το 1951 μετακόμισε στο Μόναχο, όπου σφυρηλάτησε μια πολύ ιδιαίτερη και γόνιμη σχέση με τον Carl Orff, η οποία διήρκεσε μέχρι το τέλος της ζωής του συνθέτη. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με ένα έργο του Νίκου Σκαλκώτα αναγνωρίζοντας αμέσως σε όλο το βάθος την τεράστια σημασία του τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Έτσι, τον παρουσίασε διεθνώς τον Οκτώβριο του 1953 στο Αμβούργο, όπου είχε εν τω μεταξύ μετακομίσει, δίνοντας την παγκόσμια πρεμιέρα του Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 2 με τη Συμφωνική Ορχήστρα της NWDR (σήμερα NDR) υπό τη διεύθυνση του Hermann Scherchen. Για να το μάθει, χρειάστηκε να αντιγράψει το μέρος του πιάνου με μεγεθυντικό φακό από ένα εξαιρετικά δυσανάγνωστο χειρόγραφο της παρτιτούρας. Η πρεμιέρα αυτή προκάλεσε αναστάτωση όχι μόνο σε όλη τη Γερμανία, αλλά ακόμη και στην Αγγλία, όπου ο Hans Keller τη μετέδωσε μέσω του BBC συνοδεύοντάς την με το ιστορικό άρθρο του στο περιοδικό The Listener με τίτλο “Nikos Skalkottas: An Original Genius” («Νίκος Σκαλκώτας: Μια Αυθεντική Ιδιοφυΐα»). Την επόμενη χρονιά, ενώ έδινε ρεσιτάλ στο Βερολίνο, ανακάλυψε σε ένα παλαιοπωλείο μεταχειρισμένων ειδών τα χαμένα χειρόγραφα του Οκτέτου, δύο Κουαρτέτων εγχόρδων και του Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 1.

Στο Αμβούργο, όπου έζησε μέχρι το 1957, επωφελήθηκε από τη συμμετοχή του στα master-classes του Eduard Erdmann στην Hochschule für Musik, ενώ τίμησε το 1955 τη 10η επέτειο του θανάτου του Béla Bartók παίζοντας το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 με τη Συμφωνική Ορχήστρα της NWDR υπό τον Hans Schmidt-Isserstedt, καθώς και στο Σάλτσμπουργκ, την Πράγα, το Φλένσμπουργκ και το Μύνστερ, προσελκύοντας τον χαρακτηρισμό του “ιδανικού ερμηνευτή” του μεγάλου Ούγγρου συνθέτη. Έπαιξε επίσης το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 του Σκαλκώτα στη Στοκχόλμη (με τον Ernest Bour), τη Βιέννη, την Αθήνα και την Κοπεγχάγη (όλα με τον Μιλτιάδη Καρύδη), το Κοντσέρτο για πιάνο του Khachaturian στη Βρέμη και το Αμβούργο (και τα δύο με τον Schmidt-Isserstedt), έδωσε τη σουηδική πρεμιέρα του Κοντσέρτου για πιάνο του Σένμπεργκ, καθώς και διάφορα ρεσιτάλ πιάνου.

Το 1957 μετακόμισε στη Γαλλία, όπου παρέμεινε μέχρι το 1960. Εκεί γνώρισε και σπούδασε με τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα Chavchavadze στο Châtel-Censoir μυούμενος αντίστοιχα στη ρωσική και τη γαλλική μουσική. Το 1959, ενώ βρισκόταν σε περιοδεία στη Σοβιετική Ένωση, όταν έφτασε στη Μόσχα έλαβε πρόσκληση από τον μυθικό Heinrich Neuhaus τον οποίο γνώρισε και του δόθηκαν από αυτόν οι πρώτοι “σπόροι” διδασκαλίας. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, ο Χατζηνίκος μετακόμισε στο Παρίσι. Οι περιστάσεις τον οδήγησαν στην Ελβετία, όπου εγκαταστάθηκε για λιγότερο από ένα χρόνο. Το 1961, μετά από μια περιοδεία στη Νότια Αφρική, δέχτηκε να ενταχθεί στη σχολή πιάνου του Royal Manchester College of Music (σήμερα Royal Northern College of Music), μετακομίζοντας έτσι στο Μάντσεστερ. Εκτός από τα μαθήματα πιάνου στο Κολλέγιο, επεκτάθηκε στη διεύθυνση, την ιστορία της μουσικής, τη μουσική δωματίου, την εναρμόνιση θεωρίας και πράξης, τη σχέση τέχνης και επιστήμης κ.ά., συνειδητοποιώντας ότι τα προβλήματα της μουσικής εκπαίδευσης είναι απείρως βαθύτερα από ό,τι πίστευε αρχικά. Αυτό τον οδήγησε στο να παραμείνει στο Κολλέγιο για 27 χρόνια αντί για τρία, όπως είχε προγραμματίσει, και να συνταξιοδοτηθεί το 1988. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, είχε ανακαλύψει απαντήσεις που αφορούν τη μουσική στο σύνολό της και, έτσι, δημιούργησε μια προσωπική θεμελιώδη προσέγγιση της μουσικής, την οποία ονόμασε Λογική και Θεμέλια της Μουσικής Ερμηνείας (αργότερα Έννοια και Καταβολές της Μουσικής Ερμηνείας) και την παρουσίασε σε διάφορα άρθρα και δοκίμια, ενώ την εφάρμοσε και σε όλες τις μουσικές του δραστηριότητες.

Παράλληλα, πολλαπλασίασε τις εμφανίσεις του ως σολίστ και μαέστρος. Με τη χορωδία του Κολλεγίου παρουσίασε για πρώτη φορά τα άγνωστα τότε στην Αγγλία Carmina Burana του Orff και ίδρυσε το “New Manchester Ensemble” με το οποίο παρουσίασε για πρώτη φορά στη Βόρεια Αγγλία τα έργα Pierrot Lunaire και Ode to Napoleon του Schönberg (διευθύνοντας και τα δύο από το πιάνο). Ακολούθησαν οι πρώτες εκτελέσεις της Σερενάτας, του Κουιντέτου πνευστών και του συνόλου των έργων για πιάνο του Schönberg, των Πέντε Κομματιών για ορχήστρα και του Κοντσέρτου του Webern, του Οκτέτου, των Les Noces και Histoire du Soldat του Stravinsky, του Andante sostenuto, του Οκτέτου και της Κλασικής Συμφωνίας του Σκαλκώτα, καθώς και έργων των Gerhard, Takemitsu, Ligeti, Χρήστου, Ξενάκη κ.ά. Σε συνεργασία με το UMIST (University of Manchester Institute of Science and Technology) δημιούργησε τη χορωδία “North Campus Choir” με την οποία παρουσίασε το Γερμανικό Ρέκβιεμ του Brahms, τη Λειτουργία του Bach, τη Λειτουργία του Stravinsky και Ελισαβετιανά μαδριγάλια. Ίδρυσε ειδικά μαθήματα “μύησης” στο βαθύτερο νόημα της μουσικής (όχι μόνο για μουσικούς).

Εμφανιζόμενος πάντα σε ρεσιτάλ και συναυλίες, ερμήνευσε το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1 του Bartók στη Γερμανία και το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3 στην Αγγλία και την Ελλάδα, το Κοντσέρτο για πιάνο του Schönberg στο Παρίσι (με την Orchestre National de France και τον Δημήτρη Χωραφά) και στη Γενεύη (με την Orchestre de la Suisse Romande και τον Samuel Baud-Bovy), το Κοντσέρτο σε Σολ μείζονα του Ravel (με την Ορχήστρα Hallé και τον Jussi Jalas) και το Κοντσέρτο για το αριστερό χέρι (διευθύνοντας την Hallé από το πιάνο), το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 του Σκαλκώτα στη Ζυρίχη (με την Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Ζυρίχης και τον Erich Schmid), στο Λονδίνο (με τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC και τον Antal Doráti) και στο Βερολίνο (με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου και τον Ernest Bour).

Το 1968 έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ και διάλεξη στο Νέο Δελχί της Ινδίας και είχε την ευκαιρία στη Μουσική Ακαδημία τους να γνωρίσει αρχαίες και πρωτόγνωρες διαστάσεις της μουσικής αντίληψης, τις οποίες επεξεργάστηκε κατά τις επόμενες δύο επισκέψεις του στην Ινδία και ενσωμάτωσε στις επόμενες μουσικές του δραστηριότητες. Το 1969 διηύθυνε την παγκόσμια πρεμιέρα του Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 3 του Σκαλκώτα (προετοίμασε και επιμελήθηκε επίσης τα μέρη της ορχήστρας), έπαιξε την παγκόσμια πρεμιέρα των 5 έργων για πνευστά και πιάνο και έδωσε την πρεμιέρα στο Λονδίνο της Sonata Concertante για φαγκότο και πιάνο. Την επόμενη χρονιά συμμετείχε στο συνέδριο Bach στη Νέα Υόρκη και επισκέφθηκε το Tanglewood και το Φεστιβάλ του Vermont, όπου γνώρισε σπουδαίους μουσικούς, όπως την Rosalyn Tureck και τον Rudolf Serkin. Αφού διηύθυνε για λίγα χρόνια τις ορχήστρες του Hoylake και του South Manchester, ανέλαβε τη Συμφωνική Ορχήστρα του Bury, με την οποία παρουσίασε 40 διαφορετικά προγράμματα από το κύριο συμφωνικό ρεπερτόριο, τις πέντε μεγαλύτερες όπερες του Mozart και τον Fidelio του Beethoven. Επί σειρά ετών διηύθυνε τα Cleveland Easter Orchestral Courses και τα Canford Choral Weekends.

Το 1978 έδωσε την παγκόσμια πρεμιέρα του Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 1 του Σκαλκώτα (με τη Φιλαρμονική της Λωρραίνης και τον Michel Tabachnik) στην Αθήνα, ενώ την επόμενη χρονιά διηύθυνε στην Κοπεγχάγη –για την E.B.U. (Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ένωση)– τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Δανίας στην Εισαγωγή του Σκαλκώτα Η επιστροφή του Οδυσσέα και στην παγκόσμια πρεμιέρα του Κοντσέρτου για κοντραμπάσο. Το 1984 προσκλήθηκε με πρωτοβουλία του καθηγητή Josef Rufer, πρώην βοηθού του Schönberg στο Βερολίνο, να παρουσιάσει τον Σκαλκώτα σε ένα ειδικό ρεσιτάλ στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (τότε ήταν η έδρα του Ινστιτούτου Arnold Schoenberg). Την ίδια χρονιά ανέλαβε τα ετήσια Θερινά Σεμινάρια στο Φεστιβάλ Χόρτου που διοργάνωσε το Ίδρυμα Αγγελίνης Χατζηνίκου στο πανέμορφο παραθαλάσσιο χωριό Χόρτο Πηλίου. Κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ προσκλήθηκαν ευρωπαϊκές ορχήστρες νέων και μαζί με Έλληνες συμμετέχοντες παρουσίασαν έργα των Beethoven, Brahms, Sibelius, Orff, Χρήστου, Ives, Tchaikovsky, Bartók, Mozart, Nielsen, Shostakovich και πολλών άλλων, συμπεριλαμβανομένων και ελληνικών πρεμιέρων.

Το 1990, το Πανεπιστήμιο της Παβίας του απένειμε το μετάλλιο Ugo Foscolo για την προσφορά του στην Ευρωπαϊκή Μουσική. Κατά τα έτη 1993 και 1995 διηύθυνε 7 προγράμματα κλασικής μουσικής με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου (σήμερα Konzerthausorchester Berlin).

Κατά τη διάρκεια της πολύπλευρης καριέρας του δεν σταμάτησε ποτέ να επισκέπτεται την Ελλάδα, συνεργαζόμενος (είτε ως πιανίστας είτε ως μαέστρος) με ελληνικές και ξένες ορχήστρες. Είχε εμφανιστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών τόσο ως σολίστ όσο και ως μαέστρος, έχοντας ερμηνεύσει το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 του Σκαλκώτα με τον Μιλτιάδη Καρύδη, καθώς και έχοντας διευθύνει έργα του Γιάννη Χρήστου με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας του Μιλάνου (RAI) και του Σκαλκώτα με την Κρατική Φιλαρμονική Ορχήστρα του Košice.

Δεν σταμάτησε ποτέ τις πολύπλευρες μουσικές του δραστηριότητες, καθώς και τα ταξίδια και την εκτεταμένη διδασκαλία, με στόχο πάντα να αφυπνίσει το υποσυνείδητο του κάθε μαθητή. Δίδασκε κάθε καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Χόρτου στο Πήλιο, από το 1984 μέχρι και το 2015. Συχνά προσκαλούνταν να δώσει σεμινάρια στο εξωτερικό με τίτλο Έννοια και Καταβολές της Μουσικής Ερμηνείας, τα οποία επέτρεπαν τη συμμετοχή κάθε οργανοπαίκτη, τραγουδιστή, συνόλου, ορχήστρας, ακόμη και του κοινού, καθώς στόχευαν στην ανακάλυψη της ίδιας της μουσικής και όχι στην απλή παροχή συμβουλών σχετικά με την τεχνική. Διετέλεσε πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου της Ίμπιζα μέχρι το θάνατό του.

Μεταξύ των σημαντικότερων μαθητών του (με αλφαβητική σειρά του επωνύμου) είναι οι Gilbert Biberian, Dafydd Bullock, James Clapperton, Paul Galbraith, Robyn Koh, Trefor Smith, Richard Ward-Roden, Νίκος Αδρασκέλας, Σμαρώ Γρηγοριάδου, Θεόδωρος Κουρεντζής, Χρήστος Μαρίνος και Γιώργος Μουτσιάρας.

Είναι συγγραφέας τριών βιβλίων: 

  • W. A. Mozart – Ένας Ευρωπαίος Μουσικός (Ίδρυμα Αγγελίνης Χατζηνίκου, 1991)
  • Νίκος Σκαλκώτας – Μια ανανέωση στην προσέγγιση της μουσικής σκέψης και ερμηνείας (εκδ. Νεφέλη, 2006)
  • Το ρετσιτατίβο στις όπερες του Mozart – Πυξίδα για την αναγέννηση της μουσικής αντίληψης (εκδ. Νεφέλη, 2007).

Το τελευταίο βιβλίο στο οποίο εργαζόταν ήταν το Έννοια και Καταβολές της Μουσικής Ερμηνείας.

Ηχογραφήσεις

  • Σκαλκώτας, Νίκος: Γιώργος Χατζηνίκος (πιάνο), Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας του Αμβούργου, συν. Hermann Scherchen (1953). Arkadia CDGI 768.1 (CD 1993).
  • Δείτε και ακούστε τις ηχογραφήσεις εδώ

Επιμέλεια Εκδόσεων

  • N. Σκαλκώτας: Universal Edition, Δεκέμβριος 1968.
  • N. Σκαλκώτας: 10 κομμάτια για πιάνο από 32 κομμάτια για πιάνο, Universal Edition.

Άρθρα

Χατζηνίκος, Γιώργος: “Νίκος Σκαλκώττας, Ελλάς και Δωδεκαφωνία”, συμβολή στο “Μικρό αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώττα”, στο Δελτίο Κριτικής Δισκογραφίας, 10/13, Αθήνα, 1974, σ. 212.

Παραπομπές

  • Keller, Hans: Nikos Skalkottas: An Original Genius, in The Listener, No. 52/134, 9 December 1954, p. 1041.
  • “Απεβίωσε ο Γιώργος Χατζηνίκος”. Ταχυδρόμος 2015-11-30.
  • Kennedy, Michael, The History of the Royal Manchester College of Music. Manchester University Press (ISBN 0 7190 0435 7), p. 154 (1971).

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Graham Wade, “A conversation with George Hadjinikos”, March 1991

Περίσσότερα

Έννοια και Καταβολές της Μουσικής Ερμηνείας
Συστάσεις
Επιλεγμένο Αρχειακό Υλικό

click to return top of the page